-
1 εὐ-τέλεια
εὐ-τέλεια, ἡ, u. ion. εὐτελέη, 1) Wohlfeilheit, πρὸς εὐτελέην τῶν σιτίων τάδε σφιν ἐξεύρηται Her. 2, 92. Dah. – 2) der geringe Werth, Geringfügigkeit, Arist. u. Sp., εἰς εὐτέλειαν, = εὐτελῶς, schlecht, Ar. Av. 805, wie Antiphan. Ath. IX, 402 d. Im guten Sinne, Einfachheit, Plat. Legg. I, 650 b; Frugalität, Sparsamkeit, φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας Thuc. 2, 40, vgl. 4, 86. 8, 1; Ggstz πολυχρηματία, Xen. Conv. 4, 42; καὶ καρτερία Apol. 24; personificirt als Εὐτελίη, Crat. phil. 4 (X, 104).
См. также в других словарях:
φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek